- κρατερως
- κρατερῶςκρᾰτερῶς1) твердо, крепко, непоколебимо
(ἑστάμεναι, μάχεσθαι Hom.)
2) сильно, мощно(βαλεῖν τινα Hom.)
3) грозно, сурово(ἀγορεύειν, ἀποειπεῖν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ἑστάμεναι, μάχεσθαι Hom.)
(βαλεῖν τινα Hom.)
(ἀγορεύειν, ἀποειπεῖν Hom.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
κρατερώς — (AM κρατερῶς) επίρρ. βλ. κρατερός … Dictionary of Greek
κρατερῶς — κρατερός strong adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατερός — I (; – 321 π.Χ.). Μακεδόνας στρατηγός. Αφού διέπρεψε ως διοικητής μονάδων στις μάχες του Γρανικού (334 π.Χ.) και της Ισσού (333), στην πολιορκία της Τύρου (332), στη μάχη των Γαυγαμήλων (331) και στην εισβολή στην Υρκανία (330), έγινε ο πιο… … Dictionary of Greek
PELUSIUM — oppid. in extrema Aegypti ora, quae Casiotidi contermina est, a quo et extremum Nili ostium, coeteris Orientalius, quô Aegyptus ab Asia terminatur, Pelusium, seu Pelusiacum vocatur. Nunc Carabes Tyrio, Lucan. l. 8. v. 466. In vada decurrit… … Hofmann J. Lexicon universale
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek